ακατακύρωτος

ακατακύρωτος
-η, -ο [κατακυρώνω]
1. αυτός που δεν έχει επικυρωθεί με επίσημη πράξη
«ακατακύρωτη αγοραπωλησία»
2. που δεν έχει επιδικαστεί οριστικά
«ακατακύρωτος πλειστηριασμός».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ακατακύρωτος — η, ο αυτός που δεν κατακυρώθηκε, δεν επιδικάστηκε: Η δημοπρασία είναι ακόμη ακατακύρωτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”